Έφτανε ένα καλοκαίρι
για να παγιδεύσει ένα τίποτα
ένα βλέμμα κρυμμένο
σε μοναχικά ταξίδια
εξερευνώντας μια σκιά σε άδειο δωμάτιο
με το φθινόπωρο να φέρνει φθορά
σε πνιγμένες σιωπές
χωρίς να φθάνει η ανατροπή
από την υπέρβαση που δεν έγινε ποτέ.
Έμειναν οι χάρτες που τα λόγια ζωγράφιζαν
όταν ακούμπαγαν στις πληγές
που με δάκρυα πλένονταν
με φωνές
με θυμό
με αγάπη
στάζαν λέξεις τα ποιήματα.
Έφευγαν-γύρναγαν-ξαναγύρναγαν
για να φράξουν αισθήματα
νερά που έτρεχαν αλόγιστα
στο ποτάμι της μοναξιάς
να συλλέγουν
να κάνουν φράγματα
να περισσεύει το κύμα
που στον βράχο έσπαγε
στο τέρμα της απόκρυφης σκέψης
εκεί που το αδύνατο έσμιγε με το δυνατό
κι έπρεπε να αντιμετωπισθεί
ως πράξη αρχής που γίνεται τέλος
χωρίς ελπίδα
χωρίς ίχνη στη διαδρομή
που το ρεύμα ακολουθεί παράφορο
σε ώρες
σε χρόνο
σαν παράλογο
σαν παράνομο
σαν παράπονο
γητεύοντας πληγωμένες αισθήσεις
σε φεγγαρολουσμένα τοπία.