Τώρα κατάματα
κοιτάζω τη βαθιά, θλιμμένη θάλασσα
νυχτώνει γύρω εδώ κι εκεί χαράματα
στον άγνωστο τον κόσμο που ξυπνάς
Πώς να κοιμήθηκες
κι αν έχει παγωνιά, γερά θα ντύθηκες;
αχ, να ‘μουνα η μέρα που γεννήθηκες
να σου ‘δινα την πρώτη σου αγκαλιά
Την πιο μεγάλη θάλασσα
τα πιο μεγάλα κύματα
βουνά, γκρεμούς και φράγματα
τα έβαλα ανάμεσα σε σένα
σε σένα και σε μένα
Τα έχτισα
τα ύψωσα τα σύνορα
πώς στέκουν τώρα έτσι τσακισμένα
πώς στέκουν τσακισμένα
μες στο μυαλό πώς πέφτουνε τα σύνορα
και όλα πάλι δείχνουνε εσένα
Λοιπόν κατάσαρκα
τη φόρεσα εγώ την γκρίζα θάλασσα
με μια βουτιά ό,τι ήμουνα αντάλλαξα
τη σιγουριά με το άγριο του καιρού
Πώς θες τα σώματα
να ζουν σαν να μην έχουνε ονόματα
να πάψουν να κρατάνε αποτυπώματα
να πάψουν να θυμούνται τι αγαπούν;