Περιστεράκι της φτωχειάς αυλής,
που σ' είχα συντροφιά κι ελπίδα μόνη
ξεψύχησες απόψε μες στα χέρια μου
και κλείσαν τώρα του ουρανού οι δρόμοι.
Βροχή στα δειλινά,
ελπίδα πουθενά,
την φτώχεια μου, φτωχότερη την βλέπω,
παράθυρα κλειστά,
τα όνειρα σβηστά
και εγώ ξερό κλαρί στη μέση στέκω.
Περιστεράκι της φτωχειάς μας αυλής,
που σ'άρπαξε η βροχή και σε κρατάει,
δεν ψάχνω δεν ρωτώ πού πήγε τ'όνειρο,
πώς έφυγε η αγάπη και πού πάει