Μέσα στα βράδια και τις νύχτες της αβύσσου
με συναντούσες μες το πλήθος στο μισοφώς
τα χέρια μου έσφιγγες και έφευγα μαζί σου
εκεί στο πέρας που ποτέ δε φτάνει ο όχλος,
θυμάμαι το άρωμα στο τέλος της φωνής σου
και την ομίχλη από τον καπνό σου που μεθούσε
μες το ημίφως με τα μάτια μου σκισμένα
μόνο η σιωπή και η βροχή με οδηγούσε.
Τώρα μαζί μου τριγυρνάς σε άγνωστα μέρη
στην Κόρδοβα, στο Σαν Χουάν, στο Πουέρτο Ρίκο
και δεν σου λείπω λες γιατί είμαι αστέρι
που όλο την σκέψη σου φωτίζω και σου ανήκω.
Έτσι όπως έφυγες μια μέρα δίχως λέξη
μαύρο κρασί και καυστική στερνή ποτάσα
και δεν ανέπνεα, εσύ το είχες διαλέξει
με τα φιλιά σου με έχεις κλέψει την ανάσα,
όταν γυρίσεις με τα λόγια τα μεγάλα
απ’ την ζωή δεν θα υπάρχω θα απέχω
και όταν ανθρώπους συναντήσεις που τους λείπω
θα λες μην κλαίτε είναι εδώ, εγώ τον έχω.
Τώρα μαζί μου τριγυρνάς σε άγνωστα μέρη
στην Κόρδοβα, στο Σαν Χουάν, στο Πουέρτο Ρίκο
και δεν σου λείπω λες γιατί είμαι αστέρι
που όλο την σκέψη σου φωτίζω και σου ανήκω.
Τι με κουβάλησες χωρίς μια παρουσία
και μου το είπες να δεσμεύσεις την καρδιά μου
εγώ το μόνο που έχω είναι απουσία
όσοι δεν άντεξαν ας μείνουν μακριά μου.