Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες. Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες του Chagall άλογα - τσίρκο του Seurat.
Πυξίδα γέρικη - ataxie locomotrice - και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα. Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κ' οι τρεις να λύσει τ' άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα.
Της τραμουντάνας τ' άστρο, τ' άστρα του Νοτιά παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες. Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες παίξαν του Σέσωστρη την κόρη στα χαρτιά.
Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα, καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες. Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες, μας πρόδωσε μ' ένα πνιγμένο του Νορόνα.
Πουλιά στα ξάρτια - καραντί - στεργιανή ζάλη χελιδονόψαρα - πνιγμένου δαχτυλίδι. Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι το κυβερνάν του Μαγγελάνου οι παπαγάλοι.
Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει. Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι και την ημέρα ταξιδεύουνε στ' αστεία.
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια. Είναι παράξενα της Ιντιας τα φανάρια και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια. Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει, "ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει. Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη. Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει! Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνη κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Ο Νίκος Καββαδίας για τους φίλους
γνωστός και σαν Κόλιας ή Μαραμπού γεννήθηκε
το 1910 σε μια επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας . Ο Νίκος Καββαδίας γράφει το ποίημα του
Ιδανικός και ανάξιος εραστής σε ηλικία
μικρότερη των 23 ετών .Αν και ταξίδευε από τα 19 του είχε δύο φόβους .Ο ένας
που δεν επαληθεύτηκε ποτέ ήταν να μην φύγει το πλοίο χωρίς αυτόν .Το τραγικό
είναι ότι επαληθεύτηκε ο δεύτερος του φόβος καθώς ο θάνατος τον βρίσκει σε
νοσοκομείο των Αθηνών από εγκεφαλικό επεισόδιο το 1975 και όχι στη θάλασσα όπως
είχε ονειρευτεί .Η ζωή του από το 1910-1975 είναι ένα συνεχές ταξίδι .Ολόκληρος
ο κόσμος του Καββαδία είναι η θάλασσα και η ποίηση .
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Ο Γιάννης Κούτρας, γεννήθηκε το 1955 στηΑιδηψό. Εκεί πήγε σχολείο κει τελείωσε το Λύκειο. Στην Αθήνα ήρθε το
1974 με το τέλος της Επταετίαςγια να
μάθει κιθάρα και πιάνο. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο στον Πατρικίδη, Βώκο και
Βασιλειάδη. Το 1978 άρχισε να τραγουδάει ηχογραφώντας την «Μουσική Πράξη του
Μπρεχτ» του Θ. Μικρούτσικου και τον «Σταυρό του Νότου».
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...