μες στου χρόνου εκεί την στάχτη, μες στο μαύρο καταρράχτη
'κει που κρύβονται οι ώρες, τα μελλούμενα, οι αιώνες
και τα όνειρα κρυμμένα κι όλοι οι άνθρωποι είναι ένα
Είδα θάλασσα ν' απλώνει απ' των αστεριών την σκόνη
το χρυσό που έγινε αλάτι μέσα στου Χριστού την φάτνη
είδα το χαρτί που ομιλεί, είδα τον Άγιο Βασίλη
των ονειροπόλων μόχθους, τους μικρούς κρυφούς μου πόθους
Τους κακούς και τους γαϊδάρους κι όλους του καλικαντζάρους
που όλο κόβουνε στον ανήλιο, κόβουν της ζωής το ξύλο
σπάν' κλωστές, τα ρούχα λύνουν και ότι γράφεις σου το σβήνουν
να σε πάνε εκεί σου τάζουν που ποτέ δεν εορτάζουν
Κι ύστερα βγήκα στο χιόνι κι όλοι οι άνθρωποι ήταν μόνοι
οι καρδιές όλο κρυώναν γιατί οι γιορτές τελειώναν
κι όπως είδα τα αγιασμένα, τα παλιά, τα ξεχασμένα
λέω να τα πεις ωραία για να κάνουμε παρέα
Κάποτε, μικρό παιδάκι, χώθηκα στην καμινάδα
μες στου χρόνου εκεί τη στάχτη, μες στο μαύρο καταρράχτη
εκεί που κρύβονται οι ώρες, τα μελλούμενα, οι αιώρες
και τα όνειρα κρυμμένα κι όλοι οι άνθρωποι είναι ένα
Είδα θάλασσα ν'απλώνει απ'των αστεριών τη σκόνη
το χρυσό που έγινε αλάτι μέσα στου Χριστού τη φάτνη
είδα το χαρτί που ομίλει, είδα τον Άγιο Βασίλη
των ονειροπόλων μόχθους, τους μικρούς κρυφούς μου πόθους
Τους κακούς και τους γαϊδάρους κι όλους τους καλικαντζάρους
που όλο κόβουνε στο ανήλιο, κόβουν της ζωής το ξύλο
σπάν'κλωστές, τα ρούχα λύνουν και ό,τι γράφεις σου το σβήνουν
να σε πάνει εκεί σου τάζουν που ποτέ δεν εορτάζουν
Κι ύστερα βγήκα στο χιόνι κι όλοι οι άνθρωποι ήταν μόνοι
οι καρδιές όλο κρυώναν γιατί οι γιορτές τελειώναν
κι όπως είδα τα αγιασμένα, τα παλιά, τα ξεχασμένα
λέω να τα πεις ωραία για να κάνουμε παρέα
Κάποτε, μικρό παιδάκι, χώθηκα στην καμινάδα
μες στου χρόνου εκεί τη στάχτη, μες στο μαύρο καταρράχτη
εκεί που κρύβονται οι ώρες, τα μελλούμενα, οι αιώρες
και τα όνειρα κρυμμένα κι όλοι οι άνθρωποι είναι ένα
Είδα θάλασσα ν'απλώνει απ'των αστεριών τη σκόνη
το χρυσό που έγινε αλάτι μέσα στου Χριστού τη φάτνη
είδα το χαρτί που ομίλει, είδα τον Άγιο Βασίλη
των ονειροπόλων μόχθους, τους μικρούς κρυφούς μου πόθους
Τους κακούς και τους γαϊδάρους κι όλους τους καλικαντζάρους
που όλο κόβουνε στο ανήλιο, κόβουν της ζωής το ξύλο
σπάν'κλωστές, τα ρούχα λύνουν και ό,τι γράφεις σου το σβήνουν
να σε πάνει εκεί σου τάζουν που ποτέ δεν εορτάζουν
Κι ύστερα βγήκα στο χιόνι κι όλοι οι άνθρωποι ήταν μόνοι
οι καρδιές όλο κρυώναν γιατί οι γιορτές τελειώναν
κι όπως είδα τα αγιασμένα, τα παλιά, τα ξεχασμένα
λέω να τα πεις ωραία για να κάνουμε παρέα
Κάποτε, μικρό παιδάκι, χώθηκα στην καμινάδα
μες στου χρόνου εκεί τη στάχτη, μες στο μαύρο καταρράχτη
εκεί που κρύβονται οι ώρες, τα μελλούμενα, οι αιώρες
και τα όνειρα κρυμμένα κι όλοι οι άνθρωποι είναι ένα
Είδα θάλασσα ν'απλώνει απ'των αστεριών τη σκόνη
το χρυσό που έγινε αλάτι μέσα στου Χριστού τη φάτνη
είδα το χαρτί που ομίλει, είδα τον Άγιο Βασίλη
των ονειροπόλων μόχθους, τους μικρούς κρυφούς μου πόθους
Τους κακούς και τους γαϊδάρους κι όλους τους καλικαντζάρους
που όλο κόβουνε στο ανήλιο, κόβουν της ζωής το ξύλο
σπάν'κλωστές, τα ρούχα λύνουν και ό,τι γράφεις σου το σβήνουν
να σε πάνει εκεί σου τάζουν που ποτέ δεν εορτάζουν
Κι ύστερα βγήκα στο χιόνι κι όλοι οι άνθρωποι ήταν μόνοι
οι καρδιές όλο κρυώναν γιατί οι γιορτές τελειώναν
κι όπως είδα τα αγιασμένα, τα παλιά, τα ξεχασμένα
λέω να τα πεις ωραία για να κάνουμε παρέα
Ζηλεύει η νύχτα κάτι απ΄ το φως της έχεις πάρει στρέφεις το βλέμμα ψηλά κι ανάβει το φεγγάρι έξω απ΄ το χρόνο γύρω σου ακίνητα τοπία χορεύεις μόνη μέσα σε μια φωτογραφία
Παίξε με στα χέρια σου σαν σφαίρα πέτα με ψηλά στον αέρα δώσε μου πνοή απ΄ την πνοή σου να ξαναγεννηθώ μαζί σου
Η νύχτα φεύγει με τις μνήμες σου φωτίζει ο κόσμος όλος γύρω από σένανε γυρίζει εικόνα ονείρου που η μέρα δεν τη σβήνει δε μ΄ αγγίζεις μα τα σημάδια σου μ΄ αφήνεις
Παίξε με στα χέρια σου σαν σφαίρα πέτα με ψηλά στον αέρα δώσε μου πνοή απ΄ την πνοή σου να ξαναγεννηθώ μαζί σου
Ζεστό ποτάμι αυτή τη ζεστασιά σου δώσ΄ μου θερμό εσύ ρεύμα στην κρύα θάλασσα του κόσμου
Παίξε με στα χέρια σου σαν σφαίρα πέτα με ψηλά στον αέρα δώσε μου πνοή απ΄ την πνοή σου να ξαναγεννηθώ μαζί σου
Ο Ορφέας Περίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το
1957 είναι τραγουδιστής και μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική σε διάφορα ωδεία και πήρε πτυχίο Αρμονίας και
κλασσικής κιθάρας. Πριν γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό, τραγούδαγε και έπαιζε
κιθάρα σε διάφορα λαϊκά μαγαζιά. Το 1989
συμμετείχε στο δίσκο του Νίκου Παπάζογλου "Σύνεργα" με τρία τραγούδια
(Μάτια μου, Φεύγω, Θάνατο θέλω τραγικό) που έκαναν
αίσθηση. Δύο χρόνια μετά, στους Αγώνες τραγουδιού της Καλαμάτας, πήρε το
τέταρτο βραβείο με το τραγούδι "Ο Ρομπέν των καμένων δασών". Το 1993
κυκλοφορεί τον πρώτο δίσκο Αχ ψυχή μου φαντασμένη, που περιλαμβάνει τα
πολύ γνωστά Φωτοβολίδα, Ζηλεύει η νύχτα κ.ά. Το 1996 κυκλοφόρησε
ο δεύτερός του δίσκος, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ο καλύτερος, με τίτλο Καλή
σου μέρα αν ξυπνάς, από τον οποίο ξεχωρίζει το Αχ να σε δω και το
"Κάτι μου κρύβεις".
Από τα βάθη της ψυχής κι από του νου τα ύψη απ' το βυθό της θάλασσας ως τις βουνοκορφές ψάχνω να σε βρω
Μια σφαίρα υγρή γύρω απ' τη γη μια ουράνια δεξαμενή εκεί που λούζονται οι ψυχές πριν να χαθούν στο σύμπαν με ένα πήδο ένα πρωί να μπω με μια βουτιά εκεί απ' τον βυθό, απ' τον πάτο να δω τα πάνω κάτω να βρω όλα τα χαμένα ίσως να βρω κι εσένα
Αχ, να σε βρω, αχ, να σε βρω μόνο για λίγο να σε δω ν' ακούσω τη σκιά σου να μου φωνάζει γεια σου
Ακούς στα δέντρα τα πουλιά άνθρωποι είναι με φτερά που φέρνουν τα μηνύματα από τον άλλο κόσμο
Φυσάει αέρας στα κλαδιά μου απαντούν ψιθυριστά κι αυτό που ψάχνεις θα στο πουν τα πιο βαθιά πηγάδια
Έψαξα γη και ουρανό μια περπατώ και μια πετώ στων δύο κόσμων το κενό να βρω την χαραμάδα
Στα βάθη των ωκεανών ακούω τον ήχο των σεισμών κι από την γη που άνοιξε περνάω στον κάτω κόσμο να βρω όλα τα χαμένα ίσως να βρω κι εσένα
Ο Ορφέας Περίδης γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του έτους 1957,
στην Αθήνα. Είναι τραγουδιστής και μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική σε διάφορα
ωδεία και έχει πτυχίο κλασσικής κιθάρας.
Φωτιές τ' ουρανού, φωτιά στο νου γεννιέται μες στις στάχτες ο Θεός κι όποιος λυγάει, μα μένει ορθός φλόγες πηδάει
Καπνός μακριά, στον κάμπο βαθιά άνεμος ροδοπέταλα σκορπάει το αύριο ψηλά, φρουρός στην σκοπιά αμίλητο κοιτάει
Αλλάζει στη στιγμή σαν τοπίο σ' εκδρομή η μέρα, η εποχή θα μοιάζει μ' ένα φως της αγάπης ο καρπός σαν δώρο, σαν ευχή
Κήπος μικρός η ψυχή μου κλειστός θάλασσα μεγάλη ν' ανοιχτεί να 'χω βοηθό σύμμαχο αγνό σ' αυτόν το λαμπαρδιάρη τον καιρό