Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Ο πενηντάρης - Γ.Ζαμπέτας




Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1925, στην Αθήνα αλλά είχε καταγωγή από την Κύθνο. Από μικρός είχε ενδιαφέρον για την μουσική. Όπως εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος στην βιογραφία του, οτιδήποτε στην φύση παρήγαγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του. Σε ηλικία 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο, σαν μαθητής της 1ης δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό. Το 1938 γνωρίζει τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το 1940 η οικογένεια του μετακομίζει στο Αιγάλεω και από τότε αποκτά άρρηκτο δεσμό με την πόλη του. Κατά την διάρκεια μιας περιοδείας του στην Βρετανία εμπνέετε το προσωνύμιο Σίτι για την αγαπημένη του πόλη. Το 1942 δημιουργεί το πρώτο συγκρότημα με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κοριτσάκια. Κατά την δεκαετία του ΄50 γράφει τα πρώτα γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια, όπως : Σαν σήμερα , Βαθειά στην θάλασσα θα πέσω, Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα κ.ά. Την επόμενη δεκαετία τα τραγούδια του γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία καθώς εμφανίζεται στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα. Έφυγε από κοντά μας τον Μάρτιο του 1992. 




Όταν έφτανες πενήντα
την παλιά την εποχή
Σου φωνάζαν όλοι γέρο
άντε και καλή ψυχή
Τώρα όμως στα πενήντα
είσαι άπιαστο πουλί
Έχεις πείρα στην αγάπη
έχεις τέχνη στο φιλί
Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης
είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης,
κι είναι ωραίος σαν εραστής
Όταν έπιανες τα πενήντα
μια φορά κι ένα καιρό
Ήθελες δυο νοσοκόμες
κι ένα μόνιμο γιατρό
Τώρα όμως στα πενήντα
καλοστέκεις μια χαρά
Και για χάρη σου οι γυναίκες
σε περιμένουν στην ουρά
Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης
είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης,
κι είναι ωραίος σαν εραστής





Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Η ακτή - Ε. Αρβανιτάκη




Η Ελευθερία Αρβανιτάκη, γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1957 στον Πειραιά. Ξεκίνησε την καριέρα της το 1979 και έγινε μέλος της Οπισθοδρομικής Κομπανίας, μια μπάντα φοιτητών που έπαιζαν ρεμπέτικα και λαϊκά σε διάφορα κέντρα της Αθήνας. Συνεργάστηκε με πολλούς συνθέτες , όπως τον Νίκο Μαμαγκάκη, Διονύση Σαββόπουλο, Βαγγέλη Γερμανό κ. ά.





Πώς βαριέμαι σε τούτη την ακτή
που ο ήλιος με ξεραίνει
δεν είμ’ έρημος, δεν είμαι νησί
μα ούτε κι η Ελένη
και το `ξερες.

Πώς θα μοιάζω μετά από καιρό
πως μ’ έχεις σημαδέψει
με κρατάς και να φύγω δεν μπορώ
κανείς μας δε θ’ αντέξει
και το `ξερες.

Πέφτω στη θάλασσα και πάλι βρέχομαι
και πάλι έρχομαι κοντά.
Μέσα απ’ τα κύματα πιάνω τα σήματα
που με φωνάζουν στ’ ανοιχτά.

Πώς βαριέμαι σε τούτη την ακτή
που μ’ έχεις φυλακίσει
δεν είμ’ άνεμος, δεν είμαι πανί
δε λέει να φυσήξει
και το `ξερες.

Πώς θα μοιάζουν μετά από καιρό
οράματα που ζούμε
στην ακτή με τ’ αθάνατο νερό
κι οι δυο μας θα χαθούμε
και το `ξερες.