Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Ροζ - Γιάννης Μηλιώκας, Αφροδίτη Μάνου





Ο Γιάννης Μηλιώκας είναι τραγουδοποιός, γεννημένος στη θεσσαλονίκη το 1950. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη δεκαετία του 1980 και είχε αμέσως μεγάλη απήχηση. Τα τραγούδια του «Κακοσάλεσι», «Για το καλό μου», «Ροζ» (ντουέτο με την Αφροδίτη Μάνου) «Ποιμενικό Ροκ»,«Γκρέκο Μασκαρά» έγιναν επιτυχίες σταθμοί στην ελληνική μουσική. Το 2010 εξέδωσε το βιβλίο "Μαίανδρος: Η άγνωστη γυμναστική των αρχαίων Ελλήνων" από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.




Πάντα ονειρευόμουνα ένα ανοιχτό τζιπάκι
μόνο αυτό μας έλειπε τώρα τι να σου πω
πάντα γκρινιάρα ήσουνα κι αγύριστο κεφάλι
κι εσύ είχες την απαίτηση να σε υπηρετώ

Ήθελα στην ντουλάπα μου να υπάρχει μια τάξη
ήθελα στην ντουλάπα μου να γίνεται χαμός
παλιές φωτογραφίες μου θα 'θελα να 'χες κάψει
μπροστά στους ξένους θα 'θελα να 'σαι πιο σοβαρός

Πόσο άλλαξες πόσο άλλαξα
τα όνειρά μου κόκκινα
τα όνειρά μου άσπρα
ρούχα μαζί που πλύθηκαν
κι έχουνε γίνει ροζ

Ήθελα στα γενέθλια να μου 'φερνες λουλούδια
ήθελα στα γενέθλια μόνος μου να τα πιω
να με γλυκονανούριζες τα βράδια με τραγούδια
άσε με πήγε τέσσερις θέλω να κοιμηθώ

Κοίτα καλέ που έμπλεξα θα σκάσω απ' το κακό μου
πάνω που ετοιμαζόμουνα το ίδιο να σου πω
βρε αν δε σ' ερωτευόμουνα θα 'κανα το δικό μου
εγώ να δεις τι θα 'κανα μα έλα που σ' αγαπώ

Πόσο άλλαξες πόσο άλλαξα
τα όνειρά μου κόκκινα
τα όνειρά μου άσπρα
ρούχα μαζί που πλύθηκαν
κι έχουνε γίνει ροζ

Ένα μαχαίρι - Γιάννης Κούτρας





Ο Γιάννης Κούτρας, γεννήθηκε το 1955 στη  Αιδηψό. Εκεί πήγε σχολείο κει τελείωσε το Λύκειο. Στην Αθήνα ήρθε το 1974 με το τέλος της Επταετίας  για να μάθει κιθάρα και πιάνο. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο στον Πατρικίδη, Βώκο και Βασιλειάδη. Το 1978 άρχισε να τραγουδάει ηχογραφώντας την «Μουσική Πράξη του Μπρεχτ» του Θ. Μικρούτσικου και τον «Σταυρό του Νότου».




Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...