Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Η Μπαλάντα Του Ούρι (Αχ! Ουρανέ) - Βασίλης Λέκκας






Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ

Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό,
το γαλανό
κι ακούω μια φωνή,
καμπάνα γιορτινή
να με παρακινεί

Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί,
εκεί, εκεί
που χτίζουνε φωλιά
αλλόκοτα πουλιά
στου ήλιου τα σκαλιά

Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ

Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό,
το γαλανό
και μια φωνή τρελή
σαν χάδι κι απειλή
κοντά της με καλεί

Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί,
εκεί, εκεί
μου τάζει ωκεανούς
κομήτες φωτεινούς
και ό,τι βάζει ο νους

Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ

Το νησί των συναισθημάτων





Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα.
Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη...
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε
και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει:
`Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;'
`Όχι, δεν μπορώ’ απάντησε ο Πλούτος. `Έχω ασήμι και χρυσάφι στο
σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα `.

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία
που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
`Σε παρακαλώ, βοήθησέ με’ είπε η Αγάπη.
`Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη..
Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου `
της απάντησε η Αλαζονεία.

H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από
αυτή βοήθεια.
`Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου `.
`Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου’ είπε η
Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη,
αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
`Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δε γνώριζε,
αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,
ρώτησε τη Γνώση:
`Γνώση, ποιος με βοήθησε';
`Ο Χρόνος’ της απάντησε η Γνώση.
`Ο Χρόνος;’ ρώτησε η Αγάπη. `Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη'.