Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Του χθες οι βαλίτσες - Βασίλης Παπακωνστατίνου





Σε σκισμένες σε ψάχνω αφίσες

Τις στιγμές που οι πλατείες σιγούν
Και οι ρήτορες μόνοι θρηνούν
Φορτωμένοι του χθες τις βαλίτσες

Στις νεκρές διαδρομές μου γυρεύω
υποσχέσεις που γίναν πληγή
Και το σήμα του κόσμου που αργεί
Στα ερείπια του λάθους χορεύω

Καπετάνιος και λαθρεπιβάτης
Σε ακυβέρνητο σκάφος γλιστρώ
Μεγαλώνω κρυφά το μωρό 
Της στερνής ζωντανής μου αυταπάτης

Προδομένη καρδιά ανεμίζω 
Και συ δείχνεις προς το πουθενά
Που να ανοίξω δεν ξέρω πανιά
Σαν τρελός το όνομά σου ψελλίζω

Κοντραμπάντο ιδεών και αισθημάτων
Σε ασπρόμαυρο φιλμ εποχής
Βάρος συλλογικής ενοχής
Σε ποθώ και πατώ επί πτωμάτων

Καπετάνιος και λαθρεπιβάτης
Σε ακυβέρνητο σκάφος γλιστρώ
Μεγαλώνω κρυφά το μωρό 
Της στερνής ζωντανής μου αυταπάτης

Καπετάνιος και λαθρεπιβάτης
Σε ακυβέρνητο σκάφος γλιστρώ
Στο κατάρτι ψηλά ισορροπώ
Της ζωής, της οργής, σχοινοβάτης.



Στάζουν λέξεις τα ποιήματα





Έφτανε ένα καλοκαίρι

για να παγιδεύσει ένα τίποτα

ένα βλέμμα κρυμμένο
σε μοναχικά ταξίδια
εξερευνώντας μια σκιά σε άδειο δωμάτιο
με το φθινόπωρο να φέρνει φθορά
σε πνιγμένες σιωπές
χωρίς να φθάνει η ανατροπή
από την υπέρβαση που δεν έγινε ποτέ.

Έμειναν οι χάρτες που τα λόγια ζωγράφιζαν
όταν ακούμπαγαν στις πληγές
που με δάκρυα πλένονταν
με φωνές
με θυμό
με αγάπη
στάζαν λέξεις τα ποιήματα.

Έφευγαν-γύρναγαν-ξαναγύρναγαν
για να φράξουν αισθήματα
νερά που έτρεχαν αλόγιστα
στο ποτάμι της μοναξιάς
να συλλέγουν
να κάνουν φράγματα
να περισσεύει το κύμα
που στον βράχο έσπαγε
στο τέρμα της απόκρυφης σκέψης
εκεί που το αδύνατο έσμιγε με το δυνατό
κι έπρεπε να αντιμετωπισθεί
ως πράξη αρχής που γίνεται τέλος
χωρίς ελπίδα
χωρίς ίχνη στη διαδρομή
που το ρεύμα ακολουθεί παράφορο
σε ώρες
σε χρόνο
σαν παράλογο
σαν παράνομο
σαν παράπονο
γητεύοντας πληγωμένες αισθήσεις
σε φεγγαρολουσμένα τοπία.