Με μια μικρούλα Σαντορίνη στα μαλλιά,
βγαίνει στα βράχια η γαλάζια Ωκεανώ,
τρέχει στ' απέραντο έχει γίνει μια σταλιά,
τρυπάει το φως κι ακροβατεί στον ουρανό.
Φεύγει με μπάντες αγαλμάτων στον αγέρα
που ακολουθούνε των αγγέλων τα πατήματα,
Ωκεανώ, νύφη με μαύρη μπομπονιέρα,
επταετής δε σε χωράν της γης τα μνήματα.
Με μια μικρούλα Σαντορίνη στα μαλλιά,
κάθε Σεπτέμβρη η γαλάζια Ωκεανώ,
πέφτει απ' τα βράχια και ζητάει μια αγκαλιά,
Αύγουστος φέτος ας μη πέσει στο κενό.
Με μια κιθάρα πάλι φεύγω θαλασσιά,
με δυο φτερά και με μια λάμπα της θυέλης,
να γράφω ύμνους πάνω απ' τ' άγονα νησιά
και θα με δεις μόνο στ' αλήθεια αν το θέλεις.
Να βγαίνω έφιππη τις νύχτες αστραπή,
να 'χω στη σέλα μου κεντήσει Αμαρυλλίδες,
το δηλητήριο να θυμάμαι που έχω πιει,
μες τ' άδεια χρόνια που ανθίζουνε παγίδες.
Εδώ πεθαίνω ακόμα σαν τον Ιλισό,
που έχει στραγγίξει στη κατάρα του τοπίου,
φρεζιές που κόπηκαν στο δίσκο το χρυσό,
τα όνειρά μου στη θυσία του Θησείου.
Σαν αναμμένο ρόδι θα 'ρθω μια βραδιά,
ν' ανοίξω πάνω απ' τη πανώρια Σαντορίνη,
να δουν αυτοί που τους απόμεινε καρδιά,
κόκκινα τ' άστρα όλα γύρω απ' τη Σελήνη.
Να 'χουν να λεν' ξανά για θαύματα οι παλιοί,
στο πισωγύρισμα των κόσμων και των χρόνων,
καθώς χαράζει ωστική Ανατολή,
στις διασπάσεις των ατόμων, των δαιμόνων