Τα μεσάνυχτα ανατέλλεις
το χειμώνα ανθοφορείς
στους ωκεανούς κοιμάσαι
τους ανέμους πυρπολείς
Βρέθηκα να αιωρούμαι
στων χειλιών σου τις γραμμές
μεθυσμένοι δεν ακούμε
των καιρών τις απειλές
Αλεξανδρινό μου ρόδο
φθινοπώριασε νωρίς
και οι όρκοι μας σκορπήσαν
σαν το δάκρυ της βροχής
Σαν φοβάμαι με τυλίγεις
αύρα μου αλεξανδρινή
τα φαντάσματα ξορκίζεις
που η θλίψη προσκαλεί
Οι ματιές μας μετανάστες
σε βαγόνια αντάμωσαν
γερασμένοι επαναστάτες
τα σπαθιά παράδωσαν
Ρώτησα που κατεβαίνεις
στο σταθμό μηδέν μου λες
στις λιακάδες αρρωσταίνω
μέσα μου είναι οι βροχές