Την πόλη αυτή την έφτιαξα με ογδόντα πινελιές
τον ήλιο φώλιασα ψηλά στις φυλλωσιές
ο λόφος του Προφήτ’ Ηλιά σ’ ένα κοντάρι
στην πόλη μόλις που ξυπνά κρατάει το φανάρι
Ογδονταδύο προσευχές όσο να την αφήσεις
και μ’ ότι θέλεις διάλεξε πίσω της να γυρίσεις
Σήμερα τρύπωσα σε μυρμηγκιού τρυπούλα
και για μια χώρα άγνωστη κινάω την αυγούλα...
Ολέ λε λε...Ολέ λε λε
Ολέ λε λε...Ολέ λε λε
Αβάροι άποικοι και Βενετοί ιππότες
φωνές των αγοριών χτυπούν στους γέροντες τις πόρτες
Αέρηδες στριφογυρνάν σε κάμαρες του Ιούλη
στο μπράτσο μου τ’ αριστερό δένω σφιχτό μαντήλι
Η χώρα αυτή η άγνωστη φαίνεται να μακραίνει
μα όσο μακριά κι αν κατοικεί, ο πόθος τη μικραίνει
Ολε λε λε...Ολε λε λε
Ολε λε λε...Ολε λε λε
Σαν μια πετρούλα ξεκινώ και φτάνω χελιδόνι
σαν κύμα που τα παρατά και πάει να γίνει χιόνι
Αυλή και κήποι κρεμαστοί, τοίχοι από θυμάρι
και αύρα αφρικανικοί που μοιάζει με λιοντάρι
Τα πόδια μου ποδοβολούν στο άγριο ακρωτήρι
του άλλου κόσμου ειδοποιούν να μπουν στο πανηγύρι...
Ολέ λε λε...Ολε λε λε...
Ολέ λε λε...Ολε λε λε...