Ώρα τρεις τη νύχτα,
ανεβαίνω τα σκαλιά
μα δε νυστάζω
μ’ ανοιχτό το φως ξανά,
τη δική σου τη μεριά
ούτε που κοιτάζω
Τι είναι αυτό που λείπει
απ’ τη μέσα μου ζωή
τα δάχτυλά σου
μια γουλιά νερό θα πιω
πώς αλλιώς να καταπιώ
πως τα πάντα αλλάζουν
Πάρε εσύ τα χάδια
τα γυμνά σκοτάδια
τα πρωτότυπα
κι άσε εδώ για μένα
κάτι στοιχειωμένα
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,
σ’ αγαπώ καρδιά μου
στερεότυπά μου
έτσι τ’ όνομά μου δεν ξανάκουσα
και γι’ αυτό θυμώνω
που θα λέω στον πόνο
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
λες κι είμαστε αγκαλιά...
Άμα θες να δεις
τη δικιά μου τη σκιά
αντί για μένα
όπου πάω, τ’ ακούς, να `ρθείς
να κοιτάς από μακριά
το δικό σου ένα
Δεν μπορώ να ζω
εδώ μέσα άλλος κανείς
θα βγω λιγάκι
δυο μικρά πουλιά πετούν
στα μηνύματα αδειανό
τ’ άσπρο φακελάκι
Πάρε εσύ τα χάδια
τα γυμνά σκοτάδια
τα πρωτότυπα
κι άσε εδώ για μένα
κάτι στοιχειωμένα
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,
σ’ αγαπώ καρδιά μου
στερεότυπά μου
έτσι τ’ όνομά μου δεν ξανάκουσα
και γι’ αυτό θυμώνω
που θα λέω στον πόνο
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
λες κι είμαστε αγκαλιά...