Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Πού να 'σαι τώρα, Άννα - Γιώργος Νταλάρας





Κάνε κουράγιο, Άννα.
Πάλεψε τα χρόνια.
Άννα μου, με τις αλλιώτικες συνήθειες, 
τις αλλιώτικες κινήσεις.
Είχες πολύ καλούς τρόπους.
Φαινόταν ότι ήσουν από άλλο κόσμο.
Όμως, εσύ έκανες ό,τι μπορούσες
για να μην το δείχνεις.
Δεν περιφρονούσες τη φτώχεια
αλλά ούτε σε γοήτευε ιδιαίτερα.
Όλα σε σένα ήταν διαφορετικά.
Το δωμάτιο σου με τα σπάνια αντικείμενα, 
τα γράμματα, τα δώρα σου...
Σίγουρα, είχες καλύτερο γούστο από μένα!
Ερχόσουν και μ’ έβρισκες.
Το κρεβάτι μου, το στήθος σου...
Άννα, μικρή πρόστυχη κυρία.
Και κάτω απ’ τα παράθυρα βρεγμένος δρόμος, 
ο ήχος του τρένου, το σούρουπο.
Και το δωμάτιο μου, Άννα, 
κρεμασμένο στον αέρα, 
σαν πορτοκάλι.
Κάνε κουράγιο Άννα.

Πού να `σαι τώρα;
Ποιος ξέρει πώς περνάς...
Πού να `σαι τώρα; Αχ πώς αντέχεις;
Χωρίς να έχεις αυτό που αγαπάς
και δίχως ν’ αγαπάς αυτό που έχεις...

Ξέρεις Άννα εμείς οι δυο
ήταν γραφτό να συναντηθούμε.
Τι να ξέρουν; Πώς μπορούν να ξέρουν οι άλλοι;
Συνομίληκη, μικρή ερωμένη μου.
Θυμάσαι; Εκατομμύρια στιγμές, 
στιγμές που όσο πάνε και λιγοστεύουν, 
έτσι όπως κάποιοι τις λεηλατούν
μπροστά στα μάτια μας, κάθε μέρα.
Άδικα παλεύω να τις κρατήσω, άδικα.
κυλάνε βουβά και φεύγουν
προς τη μεγάλη θάλασσα.
Πέρασαν τόσα χρόνια.
Δε φοράω πια το φοιτητικό μου μπουφάν
και δυσκολεύομαι να συνηθίσω
αυτό το καλοραμένο κουστούμι.
Δεν περιφρονώ το χρήμα
αλλά ούτε με γοητεύει ιδιαίτερα.
Μότσαρτ, Ρέκβιεμ, Agnus Dei, Yesterday.

Απόψε θα `ρθω στο πρώτο σου όνειρο.
Μη γεράσεις Άννα, μη γεράσεις.
Πες ψέματα στον άντρα σου.
Σκίσε την πρόσκληση, ακύρωσε το δείπνο.
Ακούμπησε με, όπως τότε, με το γόνατό σου
κάτω από το τραπέζι.
Απόψε, Άννα.
Στο καλύτερο ξενοδοχείο.
Απόψε.
Στο πρώτο σου όνειρο.
Κάνε κουράγιο Άννα.

Πού να `σαι τώρα;
Ποιος ξέρει πώς περνάς...
Πού να `σαι τώρα; Αχ πώς αντέχεις;
Χωρίς να έχεις αυτό που αγαπάς
και δίχως ν’ αγαπάς αυτό που έχεις...

Μη γεράσεις Άννα, μη γεράσεις.
Γιατί δε θα `χω πια κανέναν και τίποτα
να με κρατήσει νέο.
Μόνος μου επιμένω ακόμα εδώ, 
παρόλο που άρχισε πάλι να βρέχει, 
έτσι όπως βρέχει πάντα στα νησιά
Οκτώβρη μήνα.
Θυμάσαι;
Θάλασσα από μολύβι και ουρανός από πεύκα.
Απόμακρες, ανάκατες φωνές.
Η φωνή της μητέρας, του φίλου, της κόρης, 
του αδελφού, της ερωμένης, 
της σειρήνας του πλοίου.
Ρούχα λευκά, βιαστικά μαζεμένα, 
λίγο πριν τη βροχή.
Μαζί τους χάθηκε και το φως.
Ένας σύντομος περίπατος, 
ακόμα...εκεί.Δίπλα στη θάλασσα.
Κι ύστερα...τέλος, τέλος.
Κάνε κουράγιο, Άννα.

Πού να `σαι τώρα;
Ποιος ξέρει πώς περνάς...
Πού να `σαι τώρα; Αχ πώς αντέχεις;
Χωρίς να έχεις αυτό που αγαπάς
και δίχως ν’ αγαπάς αυτό που έχεις...

Κάνε κουράγιο Άννα...