Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια
κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά
κι όλο την κοντοζύγωνε για να της κάνει νάζια
και τις φτερούγες του έβρεχε στα γαλανά νερά
Και ζήλεψα τη βάρκα τη μικρή τη χιονάτη
που της φιλούσε ο γλάρος το κατάλευκο πανί
Και νιώθω σαν βαρκούλα στα γαλάζια τα πλάτη
που όλο περιμένει κάποιο γλάρο να φανεί
Ένα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στη γλάστρα
κι ήρθε μια πεταλούδα που πετούσε σαν τρελή
Και ποιος να ξέρει άραγε τι του `πε η ξελογιάστρα
και κείνο εκοκκίνισε ακόμα πιο πολύ
Και όλο συλλογιέμαι τα φτερά τ’ ανοιγμένα
αλλά το τι να είπαν δεν το βρίσκω, ομολογώ
Ποιος άραγε το ξέρει να το πει και σε μένα
Ας τ’ άκουγα από σένα κι ας κοκκίνιζα και `γω
Χθες το φεγγάρι ασήμωσε της λεύκας μας τα φύλλα
που στέκονταν ακίνητη εκεί στην ερημιά
κι όταν ο Μπάτης φύσηξε της ήρθε ανατριχίλα
κι αμέσως τρεμουλιάσανε τα φύλλα τα ασημιά.
Και όλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πως κάτι,
Πρέπει να είπε ο Μπάτης μυστικό μες τα κλαδιά
Ας τ’ άκουγα από σένα τα λογάκια του Μπάτη,
κι ας ένιωθα να τρέμει σαν τα φύλλα η καρδιά
Η Αλίκη Καγιαλόγλου
είναι γνωστή στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για την εμμονή και το πάθος της για
το τραγούδι, (αυτό που άγει την ψυχή και όχι ακόμα ένα προϊόν), για τον τρόπο
ερμηνείας και επικοινωνίας της με το κοινό αλλά και για τη σχέση της με την
ποίηση. Μελέτησε αρχικά τραγούδι ως υπότροφος του Ωδείου Αθηνών με τη Μαρίκα
Καλφοπούλου και αργότερα με τους Φραγκίσκο Βουτσίνο και Σπύρο Σακκά.
Συνεργάστηκε με δύο από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, αρχικά με το
Μίκη Θεοδωράκη και αργότερα με το Μάνο Χατζιδάκι στις συναυλίες τους και
ηχογράφησε τραγούδια τους σε ποίηση Ν. Γκάτσου, Μ. Αναγνωστάκη, Αγγ. Ελευθερίου,
Οδ. Ελύτη, κ.α. Από το 1982 δίνει ατομικά ρεσιτάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό
(Μεξικό, Ισπανία, Τυνησία, Κύπρο, Ιταλία, Γαλλία, Σουηδία, Τουρκία, Γερμανία
κ.α), όπου αποσπά εξαιρετικές κριτικές. Το 1989, το 1990 και το 1991 παρουσίασε
την παράσταση Δύσκολοι Έρωτες
παίζοντας το μονόλογο του Ζαν Κοκτώ Ο
Ωραίος Αδιάφορος σε σκηνοθεσία Β. Νικολαϊδη.
Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια
κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά
κι όλο την κοντοζύγωνε για να της κάνει νάζια
και τις φτερούγες του έβρεχε στα γαλανά νερά
Και ζήλεψα τη βάρκα τη μικρή τη χιονάτη
που της φιλούσε ο γλάρος το κατάλευκο πανί
Και νιώθω σαν βαρκούλα στα γαλάζια τα πλάτη
που όλο περιμένει κάποιο γλάρο να φανεί
Ένα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στη γλάστρα
κι ήρθε μια πεταλούδα που πετούσε σαν τρελή
Και ποιος να ξέρει άραγε τι του `πε η ξελογιάστρα
και κείνο εκοκκίνισε ακόμα πιο πολύ
Και όλο συλλογιέμαι τα φτερά τ’ ανοιγμένα
αλλά το τι να είπαν δεν το βρίσκω, ομολογώ
Ποιος άραγε το ξέρει να το πει και σε μένα
Ας τ’ άκουγα από σένα κι ας κοκκίνιζα και `γω
Χθες το φεγγάρι ασήμωσε της λεύκας μας τα φύλλα
που στέκονταν ακίνητη εκεί στην ερημιά
κι όταν ο Μπάτης φύσηξε της ήρθε ανατριχίλα
κι αμέσως τρεμουλιάσανε τα φύλλα τα ασημιά.
Και όλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πως κάτι,
Πρέπει να είπε ο Μπάτης μυστικό μες τα κλαδιά
Ας τ’ άκουγα από σένα τα λογάκια του Μπάτη,
κι ας ένιωθα να τρέμει σαν τα φύλλα η καρδιά
Ο Μπάμπης Τσέρτος γεννήθηκε το 1956 στα
Τρόπαια Αρκαδίας. Ο πατέρας του ήταν μουσικός και έπαιζε μαντολίνο. Στα παιδικά του χρόνια, στα Τρόπαια,
τραγουδούσε σε παρέες. Σε ηλικία 17 ετών εγκαθίσταται στην Αθήνα και το 1974 εισάγεται στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Σαν φοιτητής, ζει την «αναβίωση» του ρεμπέτικου, μαθαίνει
μπουζούκι και συμμετέχει στο συγκρότημα του Πανεπιστημίου, τραγουδώντας
έντεχνα, λαϊκά, ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια.
Δε με μέλλει αν οι όρκοι μας σβηστήκαν
δε με μέλλει εάν όλα ξεχαστήκαν,
πίστεψε με διόλου δεν πονώ
κι αν εσύ ξεχνάς κι εγώ ξεχνώ.
Δε με μέλλει αν η καρδιά σου άλλον θέλει,
δυνατά σου το φωνάζω δε με μέλλει,
δε ζηλεύω αυτόν που αγαπάς
δε με μέλλει όπου θέλει ας πας.
Θα ξανάρθεις,
όσα χρόνια κι αν περάσουν θα ξανάρθεις
και συμπόνια θα ζητάς μετανιωμένη
θε να `ρθεις με ραγισμένη την καρδιά.
Θα ξανάρθεις,
δεν μπορεί παρά μια μέρα να ξανάρθεις
όταν μάθεις πως εβγήκες γελασμένη,
θα ξανάρθεις ντροπιασμένη μια βραδιά.
Δε με μέλλει αν πουλάς την αγκαλιά σου
κι αν μοιράζεις σ’ όποιον να `ναι τα φιλιά σου,
θα `ρθει μέρα που θα με ποθείς
σου το λέω να το θυμηθείς.
Δε με μέλλει που όποιος θέλει σ’ αγοράζει
κι αν εξέχασες τους όρκους δεν πειράζει,
ότι τώρα δυνατά ποθείς
θα `ρθει μέρα να το βαρεθείς.