Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Κι όπως φεύγαν τα καράβια - Αιμιλία Σαρρή





Στο παλιό μουράγιο κάποιο δειλινό
μονάχη με την άχνα των φιλιών σου
ψάχνω για να βρω κουράγιο μην πονώ, 
άστρο να γινώ να πάω στον ουρανό
μ’ εκείνο το γαλάζιο των ματιών σου.

Κι όπως φεύγαν τα καράβια
έφευγες, έφευγες κι εσύ.
Κι ήταν η ζωή μου άδεια, 
έρημο, έρημο νησί.

Στο παλιό μουράγιο κάποιο δειλινό
μονάχη τον ορίζοντα κοιτάζω
δρόμο για να βρω κι εγώ πελαγινό, 
κύμα να γινώ σε κάβο μακρινό
μ’ εκείνο των ματιών σου το γαλάζιο.

Κι όπως φεύγαν τα καράβια
έφευγες, έφευγες κι εσύ.
Κι ήταν η ζωή μου άδεια, 
έρημο, έρημο νησί.


Θεσσαλονίκη - Γιάννης Κούτρας





Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό