Αγερινά πουλιά στο φως
και φώτα στον αγέρα,
της Ομορφιάς πετούμενα
και νιάτα δίχως γέρα
στου Μύθου τα μεσούρανα
τριαντάφυλλα και κρίνα
μονάχα τραγουδούσαμε
βιολιά και μαντολίνα.
Πικρή σαγίτα κι άξαφνη
πέρασε την καρδιά μας
και μονομιάς σκοτείνιασεν
η αθάνατη φωτιά μας.
Και το κορμί μας τ' άσαρκο
και το καθάριο πνέμα
το μάταιον Κύκλο της Ζωής
τον πλημμυρίσαν αίμα.
Κι από το κλάμα τ' άσωτο
τα μάτια έχουνε σβήσει
κι εχάθη ο ήλιος άρατος
για Σένα, Αλήθειας βρύση,
Γλυκαδερφέ, ανοιξιάτικη
λουλουδιασμένη Πλάση,
Αιώνα, που σ' έχουν άνθρωποι
σε ξύλα δυο κρεμάσει.
Κι όλο χτυπάμ' εδώ κι εκεί
τυφλά μες στο σκοτάδι...
Σαν περιστέρια, που άξαφνα
μπουρίνι τα 'βρε ομάδι,
στο χώμα σωριαστήκαμε,
στα πόδια, στο λαιμό σου,
Άξιε, που πάει ανώφελα
κι ο λόγος κι ο χαμός σου.