Ένας νέος περνούσε μια μέρα
από μια γειτονιά φτωχική
στο κατώφλι της έπερνε αγέρα
μιά πεντάμορφη μελαχροινή
Ευθύς τρέλλα του ήρθε να κάνει
και σε λίγο καιρό της μηνά
θα σε πάρω με στεφάνι
σύντροφό μου γιά παντοτινά
Γιά τα μάτια σου τα γαλανά και τα σκοτεινά
Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν’ ανάβουν την ψυχή μου
μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιο γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά
Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ’ όλη τη γη
μ’ αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτος που είχε χτίσει παλάτια
στίς γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε "τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς"