Μ’ έμαθες μάτια να διαβάζω
σε αναλφάβητους καιρούς,
μ’ όλα τα "πρέπει" να τρομάζω
και ν’ αγαπάω τους τρελούς.
Μ’ έντυνες πάντα με το φως σου
που ήταν γεμάτο αστραπή,
απ’ το μικρό παράθυρό σου
έμπαινε όλη μου η ζωή.
Κι όταν δεν έβρισκες τα λόγια
χόρευες για να μου μιλάς,
κι εγώ που ψήλωνα δυο μπόγια
να φτάσω το ύψος της καρδιάς.
Αγκαλιαζόμαστε τα βράδια
όπως μαλώνουν δυο φωτιές.
Ποια θα νικήσει στα σημάδια,
ποια θα νικήσει στις ματιές;
Από τη μοίρα παίζονται όλα,
και κάπου κει στη μοιρασιά
ψυχή μου, εσύ τα πήρες όλα
κι η καταιγίδα τα μισά.
Κι όταν δεν έβρισκες τα λόγια
χόρευες για να μου μιλάς,
κι εγώ που ψήλωνα δυο μπόγια
να φτάσω το ύψος της καρδιάς.