Ήρθες απλά, έτσι απλά μες στη ζωή μου κι άλλαξα δίχως να σκεφτώ τη διαδρομή μου, έρχεται πάντα ό,τι αγαπάμε στη ζωή έχω πια άνθρωπο δικό μου, είσαι εσύ.
Κι αν φεύγει η αγάπη σαν αέρας εσύ να μείνεις πάντοτε εδώ αρχή εσύ και τέλος κάθε μέρας ν' αρχίζεις, να τελειώνεις ό,τι ζω ανάσα μου, ταξίδι μου κρυφό.
Δε μ' αφορούν μέτρα σταθμά, δε με αγγίζουν μόνο τα μάτια τα δικά σου με γεμίζουν βάλε σημάδια στη ζωή μου μη χαθείς θέλω στην καθεμιά μέρα μου να ζεις.
Στην μέση ενός μικρού σπιτιού, που `χω νοικιάσει
το γέλιο ενός μωρού παιδιού με έχει αγκαλιάσει.
Τα ζήτησα όλα απ’ τη ζωή μου, τα πλήρωσα με την ψυχή μου
να έχει ένα τόπο η καρδιά πριν να γεράσει.
Μα έχει πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία
είναι αλλιώτικη η σιωπή χωρίς παρέα.
Δεν νιώθω θλίψη, μα μου’χει λείψει
το κοριτσάκι αυτό που αγάπησες τυχαία.
Δεν νιώθω θλίψη, μα μου `χει λείψει
το λάγνο ψέμα σου που τα `κανε όλα ωραία.
Είναι σκληρό για μια γυναίκα να `ναι μόνη
στο λέω τώρα που η αλήθεια δεν θυμώνει.
Όση και να `ναι η δύναμή μου, θέλω έναν άνθρωπο μαζί μου
Η μοναξιά στήνει παγίδες και πληγώνει.
Μα έχει πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία
το σπίτι μου έρημο να κάνουμε παρέα.
Δεν νιώθω θλίψη, μα μου `χει λείψει
το κοριτσάκι αυτό που αγάπησες τυχαία.
Δεν νιώθω θλίψη, μα μου `χει λείψει
το λάγνο ψέμα σου που τα `κανε όλα ωραία.
Η Βίκυ
Μοσχολιού γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1943. Έφυγε από κοντά μας τον
Αύγουστο του 2005. Ξεκίνησε την καριέρα της το 1962, δίπλα στον Γ. Μπιθικώτση
και την Δούκισσα. Καθιερώθηκε το1964 τραγουδώντας το «χάθηκε το φεγγάρι» του Σ.
Ξαρχάκου. Τον επόμενο χρόνο το τραγούδι της «ένα αστέρι πέφτει – πέφτει» έγινε
μεγάλη επιτυχία. Συνεργασία έκανε με τους Γ. Ζαμπέτα, τον Μ. Ελευθερίου, τον Γ.
Κατσαρό, Άκη Πάνου και άλλους.
Δεν ξέρω πόσο σ' αγαπώ μέτρο δεν έχει η αγάπη είναι απ' τον ήλιο πιο ψηλά και δεν τη φτάνει μάτι.
Ήταν μια σπίθα στην αρχή και μιας βροχής ψιχάλα κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά και πέλαγος η στάλα.
Η αγάπη που μας έδεσε πόνο δε θα γνωρίσει είμαστε δυο σταλαγματιές από την ίδια βρύση.
Ήταν μια σπίθα στην αρχή και μιας βροχής ψιχάλα κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά και πέλαγος η στάλα.
Πέντε βαρκάκια στη σειρά το πιο μικρό θα πάρω να φέρω γύρα τα νησιά Μύκονο Τήνο Πάρο ΘΑ ψάξω σε ακρογιαλιές σ' Αλόννησο και Σκιάθο σε πανηγύρια και γιορτές για σένανε να μάθω
Στη Σέριφο ήσουν πουλί στη Ρόδο ήσουν παγώνι στη Σαντορίνη άσπρο σκαλί στην Άνδρο ανεμώνη
Μέσα σ' αλαργινά νερά βαρκούλες σ' αρμενίζουν Μ' όλες τις χάντρες τ' ουρανού γοργόνες σε στολίζουν Το μάθανε στην Αμοργό στην Ύδρα στο Μαντράκι πως κάποια μέρα θα χαθώ για σένα βρε μικράκι
Στη Σέριφο ήσουν πουλί στη Ρόδο ήσουν παγώνι στη Σαντορίνη άσπρο σκαλί στην Άνδρο ανεμώνη
Ο Πάνος Τζανετής γεννήθηκε στη
Χαλκίδα το 1940. Έφυγε από κοντά μας το 2009.
Το 1960 γνωρίσθηκε με το μεγάλο Μάνο Χατζηδάκη και το 1963 με τον Γιώργο
Ζαμπέτα, ενώ την ίδια χρονιά συμμετείχε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Το
1963, είναι η χρονιά που θα τον σημαδέψει για πάντα. Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος
Χατζιδάκις ανέβασαν στο «Παρκ» (στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας) τη «Μαγική πόλη» όπου ο
Πάνος Τζανετής τραγουδούσε μαζί τους. Ο Γιώργος Ζαμπέτας που συνόδευε με το
μπουζούκι του τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, όταν τον άκουσε, του είπε: «Πω πω ρε
μπαγάσα μου, έχει λαϊκές αποχρώσεις η φωνή σου». Έτσι προέκυψε το 1964 η
συνεργασία τους με έξι πρώτα τραγούδια, και ανάμεσά τους τα «Δεν έχει δρόμο να
διαβώ», «Τι σου κανα και μ΄ εγκατέλειψες».
Δεν έχει δρόμο να διαβώ
σοκάκι να περάσω
Γωνιά να μη σε θυμηθώ
ημέρα να μη κλάψω
Δεν έχει μέρα να μην πω
βραδιά να μη μιλήσω
νύκτα να μη σ’ αναζητώ
βαθιά να σε φιλήσω
Όλες οι ώρες γίνανε
φωνή που σε φωνάζουν
κι οι νύκτες γιναν δάκρυα
που στη καρδιά μου στάζουν
Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο. Στην Αμοργό, στην Κίμωλο, στη Νιό, στη Σαντορίνη μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι.
Παράγγειλα του κύρη σου που πίνει τον καφέ του να σ έχει μαντζουράνα του, να σ έχει κατιφέ του. Παράγγειλα της μάνας σου που πλένει στο σκαφίδι να μη σου λέει πικρόλογα τι θα τη φάει το φίδι.
Να δώσει η Μεγαλόχαρη κι η Παναγιά η Κανάλα να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τα κορίτσια τ άλλα. Και τ Αγιο-Λιός ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.
Παράγγειλα του κύρη σου που ρίχνει παραγάδι να ρθεί να κουβεντιάσουμε την Κυριακή το βράδυ. Παράγγειλα της μάνας σου που μοιάζει με βαρέλι να σε ποτίζει αφρόγαλο να σε ταΐζει μέλι.
Η Ραλλία Χρηστίδου γεννήθηκε το 1979 στο
Ν.Ηράκλειο Αττικής. Ξεκίνησε μαθήματα κλασικής κιθάρας σε ηλικία 8 ετών στο
Εθνικό Ωδείο, από όπου αποφοίτησε στα 22 της χρόνια με βαθμό πτυχίου άριστα.
Με ρωτάς εγώ για σένα τι θα έκανα,
αν θα το `σκαγα μια μέρα απ’ τη δουλειά,
αν θα το `σκαγα μια μέρα για να φύγουμε,
με τ’ αυτοκίνητο για κάπου στ’ άγνωστο.
Με ρωτάς εγώ για σένα τι θα έκανα,
αν θα άφηνα μια στάλα εγωισμού,
αν θα σ’ άφηνα ή αν πίσω σου θα έτρεχα,
ρωτάς αν θα `πεφτα για σένα στη φωτιά.
Εγώ για σένα, εγώ για σένα,
για σένα θα `πεφτα πιο κάτω απ’ τον καθένα.
Eγώ καρδιά μου, εγώ καρδιά μου,
εγώ θα σκότωνα για σένα τα όνειρά μου.
Μη ρωτήσεις τι κάνω για σένα, τι χάνω,
αν μπορώ να κοπώ, να καώ, να πεθάνω.
Mη ρωτήσεις τι δίνω για σένα, ψυχή μου,
μια στιγμή, μια βραδιά, μια ζωή, τη ζωή μου.
Εγώ για σένα, εγώ για σένα,
για σένα θα `πεφτα πιο κάτω απ’ τον καθένα.
Eγώ καρδιά μου, εγώ καρδιά μου,
εγώ θα σκότωνα για σένα τα όνειρά μου.
Με ρωτάς εγώ για σένα τι θα έκανα,
αν θα άφηνα μια στάλα εγωισμού,
αν θα σ’ άφηνα ή αν πίσω σου θα έτρεχα,
ρωτάς αν θα `πεφτα για σένα στη φωτιά.
Μη ρωτήσεις τι κάνω για σένα, τι χάνω,
αν μπορώ να κοπώ, να καώ, να πεθάνω.
Mη ρωτήσεις τι δίνω για σένα, ψυχή μου,
μια στιγμή, μια βραδιά, μια ζωή, τη ζωή μου.
Εγώ για σένα, εγώ για σένα
για σένα θα `πεφτα πιο κάτω απ’ τον καθένα.
Eγώ καρδιά μου, εγώ καρδιά μου,
εγώ θα σκότωνα για σένα τα όνειρά μου.
Μπάτης είσαι κι ευωδιάζεις Παναγιά μου, όταν περνάς Τα μαλλιά σου όταν τινάζεις Μάρτης και μοσχοβολάς Χάντρα θαλασσιά να βάζεις Χάντρα πάντα να φοράς.
Το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι Να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη.
Νόμος είσαι και διατάζεις το γοβάκι όταν πετάς το φουστάνι σου όταν βγάζεις πόνος και με τυραννάς όσο ζεις και μ' αγκαλιάζεις χάντρα πάντα να φοράς
Το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι Να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη.
Κύμα είσαι και μ' αρπάζεις το λαιμό μου όταν φιλάς. Στο πλευρό μου όταν πλαγιάζεις μοίρα και με κυβερνάς. Χάντρα θαλλασιά να βάζεις οσο ζείς και μ' αγαπάς.
Το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι Να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη.
Έτσι κι αλλιώς να επιστρέψω δεν μπορώ
σ’ ένα παράδεισο που μ’ έδιωξε και να `μαι
βρίσκομαι χάνομαι απελπίζομαι επιζώ
κι όταν δεν έχω τι να κάνω σε θυμάμαι
Σφίγγω τα δόντια παριστάνω το χαζό
χάνω ευκαιρίες γιατί θέλω να θυμάμαι
έτσι κι αλλιώς να επιστρέψω δεν μπορώ
σ’ ένα παράδεισο που μ’ έδιωξε και να `μαι
Όταν θα νιώσεις όπως ένιωσα εγώ
το πρόβλημα μου όταν γίνει και δικό σου
όταν θα έχεις μ’ ένα σύννεφο δεσμό
και μόνο σύμμαχο τον εαυτό σου
Εγώ να ξέρεις θα τραβιέμαι γύρω εδώ
εγώ να ξέρεις θα `μαι πάντα ο άνθρωπος σου
όταν θα νιώσεις όπως ένιωσα εγώ
το πρόβλημα μου όταν γίνει και δικό σου.
Έτσι κι αλλιώς να επιστρέψεις δεν μπορείς
είναι νωρίς απ’ το θυμό σου να χωρίσεις
ρίχνεις τα δίχτυα σου αλλού μα απορείς
ποιον απ’ τους δυο μας δεν μπορείς να συγχωρήσεις.
Δεν ξέρω πόσο θα σου πάρει να το βρεις
κι έτσι μαθαίνω απ’ τ’ αδέσποτα ειδήσεις
έτσι κι αλλιώς να επιστρέψεις δεν μπορείς
είναι νωρίς απ’ το θυμό σου να χωρίσεις.
Όπως φεύγεις άνοιξέ μου στο τσεπάκι σου να μπω
δε θα σε καθυστερήσω, δε θα σε στεναχωρώ
Μόνο όπου θα πηγαίνεις να ‘ρχομαι δειλά κι εγώ,
να πατώ τα βήματά σου κι ό,τι ζεις εσύ να ζω
Όπου πας θα σε κοιτάζω,
όπου φτάνεις θα ‘μαι εκεί
Δεν μπορώ να ζω τον κόσμο
αν δε ζεις κι εσύ μαζί
Είναι άγριος ο κόσμος μη μ’ αφήσεις να χαθώ
που δεν έμαθα ποτέ μου πώς να κάνω το σκληρό
Μια σκιά σου φώτισέ μου, στο κορμί σου μια ρωγμή
να τη ζω, να τη φιλάω μέχρι που να γιατρευτεί
Όπου πας θα σε κοιτάζω,
όπου φτάνεις θα ‘μαι εκεί
Δεν μπορώ να ζω τον κόσμο
αν δε ζεις κι εσύ μαζί